Σάββατο 17 Μαΐου 2008

Αγαπητέ κύριε Κούλογλου,

Γράφω απλώς για να σας πω ευχαριστώ για την όαση ενημέρωσης και προβληματισμού που μας προσφέρατε τόσα χρόνια. Δεν έχω τηλεόραση, αλλά φρόντιζα να παρακολουθώ το "Ρεπορτάζ" σε φίλους, αυτό νομίζω λέει ό,τι θέλω να σας πω.
Θεωρείστε παρακαλώ δεδομένη τη συμπαράστασή μου σε οποιεσδήποτε ενέργειες διαμαρτυρίας έχουν ξεκινήσει ή ετοιμάζονται, για να προσθέσω και τη δική μου φωνή.
Με τιμή (το εννοώ ουσιαστικά όχι τυπικά),
Λιλή Νιόρκη

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2007

Ηλίθια Ραδιοφωνική Διαφήμιση

ΑΝΔΡΑΣ: "Αχ που πήγαν οι παλιές καλές εποχές!"
ΓΥΝΑΙΚΑ: "Για την ακρίβεια που πήγαν οι εποχές!"
ΑΝΔΡΑΣ: "Έλα ντε! Θα ψηθούμε στο τέλος"
ΓΥΝΑΙΚΑ: "Τουλάχιστον εμείς προλάβαμε. Κάναμε παιδιά, είδαμε εγγόνια, πήραμε κλιματιστικό. Τι σκάς;"

ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: "Δεν υπάρχει λόγος να σκάτε. Αγοράστε κλιματιστικό!"

Υ.Γ. η διαφήμιση είναι πραγματική, αφαίρεσα μόνο την αναφορά στο συγκεκριμένο προϊόν.

Τρίτη 29 Μαΐου 2007

το κατευόδιο της Αμαλίας

Την Αμαλία Καλυβίνου δεν πρόφτασα να τη γνωρίσω.
Απ'όταν έμαθα το θάνατό της και διάβασα το blog της, δεν μπορώ να διώξω από το μυαλό μου τη σκέψη: τι θα είχε καταφέρει μ'όλη αυτή την ενέργεια και τη δύναμη της ψυχής της σε μιαν άλλη χώρα, όπου δε θάχε να παλέψει καθημερινά με την ηλιθιότητα, την αδιαφορία και την αδιαντροπιά.

Καλό κατευόδιο Αμαλία

Τρίτη 22 Μαΐου 2007

μικρή ιστορία στη μεγάλη πόλη

Ο άστεγος μπροστά στο Apple Tree Market με σταμάτησε όπως πάντα. Μου ζήτησε να του αγοράσω μια Pepsi. Μετά μου είπε: "Ξέρεις τη φιλενάδα μου που καθόταν πάντα στη γωνία εδώ;" Στην αρχή δεν άκουσα την περιγραφή καλά, πήγε το μυαλό μου, μα είπε girlfriend και η ξανθιά ξεδοντιασμένη σαραντάρα που καθόταν σταυροπόδι στο πεζοδρόμιο και κουνιόταν μπρος-πίσω αυτιστικά δεν ταίριαζε στο μυαλό μου με τον ταλαιπωρημένο, αλλά νέο, μαύρο άνδρα. "Όχι δεν νομίζω ότι την ξέρω" είπα. "Κάθεται πάντα εδώ στη γωνία, εδώ, εδώ στη γωνία κάθεται" επέμεινε και συνέχισε:
-"Δολοφονήθηκε την περασμένη Τετάρτη"
-"Αυτό είναι τρομερό" ("That's terrible")
-"Τον έπιασαν το δολοφόνο"
-"I'm very sorry. Were you very close?"
-"Yea we were very close she being my girlfriend and all. Τον έπιασαν αυτόν που το έκανε. Τον είχε πληρώσει ο άντρας της γιατί ήθελε να τον αφήσει."
Μουρμούρισα κι άλλα συλλυπητήρια και μπήκα στο μπακάλικο.

Αργότερα θυμήθηκα εκείνη τη φορά που ο ίδιος βημάτιζε στο συνηθισμένο του πόστο έξω από το μπακάλικο κουστουμαρισμένος, μ' ενα μαύρο κουστούμι, λίγο μεγάλο του, αλλά του κουτιού. Το είχα πει τότε στον Ματτ και εκείνος είχε αστειευτεί: "ίσως να παντρεύεται με την άστεγη του Apple Tree". Κι οι δυό τους καχεκτικοί, φαφούτηδες, κομμάτι ανισόρροποι. Δύσκολο να τους φανταστείς να αναλώνονται σε πάθος τραγικό.

Κι έτσι, το τοπίο μπροστά στο Apple Tree Market αλλάζει για πάντα. Ο φίλος μου ο άστεγος θα το διαλαλήσει όσο μπορεί: "Την ξέρατε. Ήταν εδώ. Να, δείτε τώρα. Λείπει. Προσέξτε. Λείπει. Για πάντα." Το τοπίο θα αλλάξει τόσο ανεπαίσθητα.

Πέμπτη 10 Μαΐου 2007

Τι έχω, γιατρέ μου;

Η γλυκιά Synas με προσκάλεσε να συνεντευξιαστώ, απαντώντας κι εγώ στις ερωτήσεις που τριγυρίζουν αυτό τον καιρό από blog σε blog.
Λέω λοιπόν να τη δω σαν «κλινική συνέντευξη».
Θα απαντήσω με πλήρη ειλικρίνεια και -ποιος ξέρει; - μπορεί να κερδίσω καμιά δωρεάν διάγνωση.
Ευχαριστώ Synas :-)

Η απόλυτη ευτυχία για σας είναι;
Βουτιά διαρκείας, σε μεγάλο βάθος, νερό κρούσταλλο – διάφανο και κρύο – καταμεσήμερο καλοκαιριού.

Τι σας κάνει να σηκώνεστε το πρωί;
Δε σηκώνομαι εύκολα. Με σηκώνει τελικά κάτι ανάμεσα στην ενοχή και στην ντροπή: «άντε ακαμάτρα σήκω...»

Η τελευταία φορά που ξεσπάσατε σε γέλια;
Πριν από μια βδομάδα! Τρελό γέλιο, αλλά το αστείο από αυτά που δεν αναπαράγονται. You had to be there.

Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σας είναι;
Είμαι κατά βάση καλός άνθρωπος.

Το βασικό ελάττωμά σας;
Ψυχαναγκασμοί και εμμονές.

Σε ποια λάθη δείχνετε τη μεγαλύτερη επιείκεια;
Όταν κάποιος παραδεχτεί το λάθος του δεν μπορώ παρά να τον συγχωρίσω!
Από την άλλη όταν δεν το παραδεχτεί δεν μπορώ να τον συγχωρίσω...

Με ποια ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεστε περισσότερο;
Με το Μάρκο Αυρήλιο.

Ποιοι είναι οι ήρωές σας σήμερα;
Είναι κάπως αντι-ηρωική η εποχή μας. Ή οι ήρωές της είναι αφανείς.

Το αγαπημένο σας ταξίδι;
Στη Ρώμη, πριν από έξι χρόνια. Το φως που βλέπετε στους πίνακες της αναγέννησης, υπάρχει πραγματικά!

Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Ο Oliver La Farge, ο Joseph Conard, ο Ηλίας Βενέζης.
Τεχνήτες, όχι αστεία!

Ποια αρετή προτιμάτε σε έναν άντρα;
Χμ! δυσκολεύομαι να ιεραρχήσω :-Ρ.
Θα έλεγα να μπορεί να ξεπερνά τον ανδρικό εγωισμό, ώστε να είναι αυθεντικός στις σχέσεις του.

... και σε μια γυναίκα;
Να μην έχει ανάγκη έναν άνδρα δίπλα της για να είναι καλά.

Ο αγαπημένος σας συνθέτης;
Ο Satie και ο Chopin εξίσου.

Το τραγούδι που σφυρίζετε κάνοντας ντους;
“We are the champions my friend!”

Το βιβλίο που σας σημάδεψε;
Η παλιά παιδική σειρά του «Κέδρου», τέλη ‘70 αρχές ‘80. Μ’ αυτήν ανακάλυψα την ηδονή του διαβάσματος.

Η ταινία που σας σημάδεψε;
Στο τέλος του δημοτικού είχα δεί το Jesus Christ Superstar. Στο γυμνάσιο είχαν δει τις «Περιπέτειες του Βαρώνου Μυτχάουζεν». Και τις δύο τις είδα στο ΠΤΙ-ΠΑΛΑΙ, στον κινηματογράφο της γειτονιάς μου. Τις θυμόμουν σαν κάτι μαγικό και ανατρεπτικό. Ένα είδος αφύπνισης ότι μπορεί πράγματα που ξέρεις να μην είναι όπως τα ξέρεις. Πρόσφατα τις ξαναείδα και τις δύο. Δεν μου έκαναν την ίδια εντύπωση.

Ο αγαπημένος σας ζωγράφος;
Ο Klimt και ο Kandinsky. Συνδέονται και οι δύο με το ταξείδι της «ενηλικίωσής» μου μετά το πτυχίο.

Το αγαπημένο σας χρώμα;
Κόκκινο!

Ποια θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη επιτυχία σας;
Ότι έχω καταφέρει να ασκήσω δύσκολη κριτική χωρίς να πληγώσω τον αποδέκτη της.

Το αγαπημένο σας ποτό;
Cognac Napoleon.

Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο;
Για το ξόδεμα της ζωής σε ασήμαντες έγνοιες.

Τι απεχθάνεστε περισσότερο απ' όλα;
Τους ανθρώπους που φέρονται σαν κάποιοι άλλοι να είναι λιγότερο άνθρωποι από τους ίδιους (σε μικρά και σε μεγάλα).

Όταν δεν γράφετε, ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία;
Ο ύπνος!

Ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Η τρέλα.

Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ψέματα;
Δεν επιλέγω ακριβώς να πω ψέματα. Απλώς έχω ώρες ώρες μια ροπή προς τη ...μυθοπλασία.

Ποιο είναι το μότο σας;
“Let that day be considered lost on which you haven’t danced!”

Πώς θα επιθυμούσατε να πεθάνετε;
Στιγμιαία, ανώδυνα και όρθια σε μεγάλη ηλικία.

Εάν συνέβαινε να συναντήσετε τον Θεό, τι θα θέλατε να σας πει;
Να μου εξηγήσει το νόημα της ζωής μου. Δεν εννοείται;

Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτόν τον καιρό;
Αναμονής. Περιμένω κάτι καλό να συμβεί!


Σειρά έχουν οι I_döda_vinkeln, mickey, anastasia

Τρίτη 8 Μαΐου 2007

ΚΥΡΙΑ ΛΙΝΤΕ (ΧΡΙΣΤΙΝΑ)

Πριν από πολλά χρόνια μελέτησα το ρόλο της κυρίας Λίντε από τη Νόρα του Ibsen σ’ένα θεατρικό εργαστήρι. Τις προάλλες, με κάποια αφορμή, ξανακοίταξα τις σημειώσεις μου και τις ξεδιάλεξα για να αποκριθώ στην ανάγκη που με οδήγησε πίσω στην κυρία Λίντε...

Η έκπληξη που σε κάνει να σταθείς και να ξαναδιαβάσεις το έργο μελετώντας τη ΧΡΙΣΤΙΝΑ είναι όταν συνειδητοποιείς ότι είναι συνομήλικη της ΝΟΡΑΣ. Αν αφεθείς στην εντύπωση των χαρακτήρων και στους αμοιβαίους ρόλους ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ-ΝΟΡΑΣ θέλεις να την κάνεις πολύ μεγαλύτερη, μεσόκοπη. Μόνο όταν βάλεις κάτω τα στοιχεία (ο ΚΡΟΓΚΣΤΑΔ ήταν συμφοιτητής του ΤΟΡΒΑΛΤ, ο ΤΟΡΒΑΛΤ την αποκαλεί «παιδική φίλη της Νόρας», οι ίδιες λεν ότι ήταν μαζί στο σχολείο), μόνο τότε συνειδητοποιείς ότι είναι σχεδόν συνομήλικες.

Στην πρώτη συνάντηση της με τη ΝΟΡΑ η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ορίζεται από τις σιωπές της. Δεν έχει έρθει για μια τυπική επίσκεψη. Οι εισαγωγές που κάνει, δείχνουν ότι έχει έρθει για να μιλήσει:
ΚΑ ΛΙΝΤΕ: Και πολύ, πάρα πολύ γερασμένη, Νόρα
...
ΚΑ ΛΙΝΤΕ: ούτε καν μιαν έγνοια να με κρατάει στη ζωή.
ΝΟΡΑ (την κοιτάζει με κάποια δυσπιστία): Μα πως είναι τούτο δυνατό, Χριστίνα;
ΚΑ ΛΙΝΤΕ (χαμογελά βαρύθυμα και της χαϊδεύει τα μαλλιά): Καμιά φορά, Νόρα, γίνεται κι αυτό
Νοιώθεις ότι έχει πολλά να πει, αλλά μιλά δύσκολα.
ΚΑ ΛΙΝΤΕ: Α, όχι! Καλήτερα πες μου εσύ τα δικά σου!

Κουβαλά ένα τεράστιο συναισθηματικό φορτίο, εμπειρία, κατάληξη και απολογισμό ζωής που δεν αποφορτίζεται εύκολα. Η ΝΟΡΑ δεν είναι ευαίσθητος δέκτης.. Τις σιωπές της ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ τις γεμίζει με το συνεχές εγωκεντρικό τιτίβισμά της. Όσο δύσκολα μιλά η ΧΡΙΣΤΙΝΑ τόσο εύκολα φλυαρεί η ΝΟΡΑ. Με το τιτίβισμα της ΝΟΡΑΣ να βουίζει στ΄αυτιά της η ΧΡΙΣΤΙΝΑ πρέπει να νοιώθει να φουσκώνει μέσα της αυτό που θέλει να πει και δε μπορεί. Πρέπει να αισθάνεται ότι η ΝΟΡΑ δεν μπορεί να τη νιώσει. Ωστόσο δεν αντιδρά αλλά ακολουθεί με μικρές συμβατικές συμμετοχές το ρεύμα της κουβέντας. Η σκηνή μου θυμίζει εκείνα τα τηλεφωνήματα που κάνεις γιατί θέλεις να μιλήσεις και λες «τα ίδια, εσύ τι κάνεις;» κι ακούς τον άλλο να σου φλυαρεί ανέμελα για ένα σωρό ασήμαντα που συνέβησαν στη μέρα του.

Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ είναι η ανεξάρτητη γυναίκα που πατά γερά στα πόδια της. Είναι η άξια γυναίκα που έχει σηκώσει τα βάρη των άλλων:
ΝΟΡΑ: ...Είσαι περήφανη επειδή αγωνίστηκες τόσον καιρό για τη μητέρα σου...
...
ΝΟΡΑ: Και είσαι το ίδιο υπερήφανη όταν συλλογίζεσαι τι έκανες για τ'αδέρφια σου.
ΚΑ ΛΙΝΤΕ: θαρρώ πως έχω κάποιο δικαίωμα.
Όμως, το χτίσιμο της ψυχολογίας της φωτίζει, επώδυνα και τρυφερά, την άλλη πλευρά της γυναίκας που από ανάγκη και αξιοσύνη «στέκεται στα πόδια της»:
ΚΑ ΛΙΝΤΕ: ...Δεν έχεις για ποιον να εργαστείς κι όμως πρέπει να μη σταματάς καθόλου. Γιατί πρέπει κανείς να ζήσει...

Η κοινωνική της εικόνα κάνει τη ζωή της άχαρη. Η άχαρη θέση της δυνατής γυναίκας φαίνεται από τη στάση του ΤΟΡΒΑΛΤ απεναντί της, σε αντίστιξη με τη η στάση του απέναντι στη ΝΟΡΑ.

Παρά τη συναισθηματική της φόρτιση, η ΧΡΙΣΤΙΝΑ δεν ξεφεύγει ποτέ από την πρακτική της στάση. Είναι αυτό που λέμε «προσγειωμένη». Την κατάθλιψη την πολεμά με ένα επαγγελματικό σχέδιο:
ΚΑ ΛΙΝΤΕ: ...ένα αβάσταχτο κενό νιώθω μονάχα... Γι΄αυτό δε βαστούσα πια να μένω σε κείνη την άκρη της γης. ...να βρω μια δουλειά που να με απασχολεί και να γλιτώσω από τη συλλογή...

Από τη στιγμή που η ΝΟΡΑ της εξομολογείται το «μυστικό» η ΧΡΙΣΤΙΝΑ κυλάει πάλι στο ρόλο του ανθρώπου που φροντίζει για τους άλλους. Γίνεται πάλι αυτή που μπορεί να σκεφτεί πρακτικά, που μπορεί να στηρίξει. Η ΝΟΡΑ γίνεται το κέντρο του ενδιαφέροντός της.΄Ετσι η ΝΟΡΑ γίνεται για τη ΧΡΙΣΤΙΝΑ ένα κάποιο υποκατάστατο, που καλύπτει το «αβάσταχτο κενό».

Έτσι η ΧΡΙΣΤΙΝΑ αρχίζει να ζει in vitro την ευτυχία, ως παρατηρητής της ευτυχίας των ΧΕΛΜΕΡ, όπως και ο γιατρός ΡΑΝΚ:
ΚΑ ΛΙΝΤΕ (ράβει:) Ώστε αύριο θα μου ντυθείς ναπολιτάνα. Ξέρεις Νόρα – λέω να πεταχτώ μια στιγμή να σε καμαρώσω στολισμένη.
Όλη η αρχή της δεύτερης πράξης μπορεί να ειδωθεί έτσι: οι διακριτικές ερωτήσεις που κάνει, οι μικρές λεπτομέρειες που εντοπίζει. Όταν ο γιατρός ΡΑΝΚ λέει ότι θα πάρει τη θέση του μέσα στο σπίτι κυριολεκτεί:
ΡΑΝΚ: Αυτή θα με διαδεχτεί στο σπίτι σας
όπως και όταν λέει ότι αυτός δε θα αφήσει ίχνος:
ΡΑΝΚ: κι ούτε μπορώ ν΄αφήσω πίσω μου έστω και το πιο τιποτένιο σημάδι ευγνωμοσύνης· το πολύ πολύ μια εφήμερη λύπη -- μιαν αδειανή θέση που θα την πάρει ο πρώτος τυχών.
Το «δε θα αφήσω ίχνος» είναι η τραγωδία του παρατηρητή.

Όλα αυτά φαίνονται μια πορεία προδιαγεγραμμένη, χωρίς την καταλυτική εξέλιξη που φέρνει ο ΚΡΟΓΚΣΤΑΔ ...

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2007

Ταξείδι είναι ο χρόνος ανάμεσα...

η ζωή σε τέσσερα επεισόδια


Δεν είναι προορισμός το ταξείδι. Για τους προορισμούς έχουμε προσδοκίες, φόβους, και σχέδια. Ταξείδι είναι ο χρόνος ανάμεσα.

***
Μεγάλα ταξείδια. Συνταξιδεύεις για λίγο, για έναν, για δυο, για τρεις σταθμούς. Μετά ο άλλος κατεβαίνει. Εσύ συνεχίζεις μόνος σου.


πρώτη συνάντηση στο τρένο
Ταξείδι με τρένο, δεκαοχτώ ώρες. Σ’ ένα σταθμό μπήκαν μια γυναίκα και ένας άνδρας. Η γυναίκα άρχισε να μιλά. Μιλούσε ακατάσχετα: η ζωή με τη μάνα της, πώς έφυγε από το σπίτι, παρέες και μπλεξίματα, ένας προβληματικός γκόμενος που αγάπησε πολύ. Όλα αυτά ειπωμένα κουβεντιαστά, χωρίς πάθος, με πολλές λεπτομέρειες, επεισόδια, διαλόγους «μου είπε, του είπα», πράγματα πολύ προσωπικά. Ο άνδρας την κοίταγε στα μάτια, έτεινε ολόκληρος προς το μέρος της σαν υγρή θαλπωρή. Μιλούσε ελάχιστα, γεμίζοντας τις παύσεις της, εγκάρδια και ενθαρρυντικά, χωρίς συγκατάβαση.
Είχαν περάσει πάνω από δυό ώρες έτσι, όταν το τρένο μπήκε σε σταθμό και σταμάτησε. Εκείνη σηκώθηκε, είπε πρόσχαρα, «Λοιπόν χάρηκα για τη γνωριμία», και κατέβηκε. Εκείνος άνοιξε ένα βιβλίο κι΄άρχισε να διαβάζει.

***
Σύντομες διαδρομές. Δεν τις παίρνεις στα σοβαρά για ταξείδια. Δεν έχουν συνέπειες. Μπορείς να είσαι εσύ ή κάποιος άλλος. Κι έτσι χωρίς να το προσέξεις σε φέρνουν έξω από την επικράτεια της πραγματικότητας.


δεύτερη συνάντηση στο τρένο
Ταξείδι με τρένο. Μιάμιση ώρα, Westport- Νέα Υόρκη. Σα να λέμε: Χαλκίδα-Αθήνα. Επιστροφή από δουλειά. Απόγευμα. Στην αποβάθρα με πλησιάζει ένας κύριος και ρωτά τι ώρα φτάνει το τρένο. Λέω «έρχεται τώρα» και δείχνω στο βάθος της γραμμής. Απαντά: «Αυτό σημαίνει πως δεν προλαβαίνω να επισκεφθώ το βιβλιοπωλείο». Παύση. Συνεχίζει: «Επιτρέπεται να σας ρωτήσω; δεν μπορώ ακριβώς να προσδιορίσω την προφορά σας» «Είμαι Ελληνίδα». «Ελληνίδα! Α! μα μαθαίνω τη γλώσσα σας. Έχω το ιατρείο μου στην Αστόρια και κάποιοι από τους πιο ηλικιωμένους ασθενείς μου δεν μιλούν ούτε αγγλικά, ούτε γαλλικά, ούτε γερμανικά, ούτε ιταλικά, ούτε καμία από τις γλώσσες που μιλώ. Ξέρω βέβαια αρχαία ελληνικά, ήταν υποχρεωτικά στο Lyceum στην Ιταλία. Αλλά δεν είναι το ίδιο».

Συνεχίζουμε τη συζήτηση στη διαδρομή. Μιλά για λέξεις που περνούν από τη μια γλώσσα την άλλη. Λέει πως είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς πολλές γλώσσες γιατί τότε μπορεί να ξεχωρίσει τη σύμβαση από την ουσία. «Ρωτώ εδώ τους φοιτητές μου για την προέλευση των λέξεων. Δεν αναρωτηθήκατε ποτέ; ‘Όχι’ απαντούν. Τους βρίσκω πολύ πιο απαίδευτους από του πανεπιστημίου της Μπολόνια, όπου περνώ το μισό μου χρόνο, αλλά όχι λιγότερο ικανούς.»

Ο λόγος του έχει εξαιρετική λεπτότητα και ροή που με κάνει να νιώθω την ανεπάρκεια του δικού μου, με όλα τα «I mean» και τα «like» και την ασάφεια της φράσης. Η ταλαιπωρημένη εμφάνισή του δεν ταιριάζει με την εκλεπτυσμένη ομιλία του. Κοντοστρογγυλός με φαλάκρα. Κίτρινο πουκάμισο, και ασορτί μαντίλι στην τσέπη του σακακιού. Καλοκαιρινό κουστούμι στις αποχρώσεις του καφέ, και γραβάτα σα φουλάρι. Ρούχα κραυγαλέα και φθαρμένα. Την εμφάνιση χαλάει και η εξαρθρωμένη κάτω οδοντοστοιχία που της λείπουν μερικά δόντια.

Συζητάμε για πολιτική, την αριστερά σε Ιταλία και Ελλάδα. Λέει: «Οι ιδεολογικές συμπάθειες δεν συνέπιπταν αναγκαστικά με την ταξική θέση. Στην Ιταλία αυτό είναι ακόμα πιο παράδοξο γιατί υπάρχουν παλιές οικογένειες και τίτλοι ευγενείας. Το δικό μου όνομα παραδείγματος χάρη, ίσως το ξέρετε, είναι Sforza. Sforza; Τέλος πάντων είναι πολύ γνωστό υπάρχει και Βίλα στη Ρώμη κλπ., είμαι στην πραγματικότητα μαρκήσιος. Έτσι βρέθηκα στη νεαρή μου ηλικία ανάμεσα στις αριστερές μου ευαισθησίες και σε καθήκοντα που ήταν κατ’ ουσία φεουδαλικά, τη διαχείριση μιας περιουσίας γης.»

Το τρένο μπαίνει στο σταθμό του Harlem στους 125 δρόμους. Σηκώνεται. Επαναλαμβάνει το όνομά του. «Sforza. Είναι η δυναστική οικογένεια του Μιλάνου. Marco Sforza. Ελπίζω ποτέ να μη χρειαστείτε νευροχειρουργό μα είμαι στο Presbyterian και έχω ιατρείο στην Αστόρια. Συνήθως έχω κάρτες αλλά αυτοί οι Γιαπωνέζοι σήμερα...» Έβγαλα και του έδωσα τη δική μου. Την έβαλε στο τσεπάκι του σακακιού και κατέβηκε από το βαγόνι πετώντας σαν έφηβος.

Την άλλη μέρα κοίταξα το όνομα Sforza, στον τηλεφωνικό κατάλογο και στον οδηγό του Presbyterian Hospital. Δεν το βρήκα.


***
Δρομολόγια. Ένα ταξείδι που επαναλαμβάνεται είναι ταξείδι;

αεροπορική ρουτίνα
Εμείς είμαστε οι συχνοί ταξειδιώτες (frequent flyers μας λένε οι αεροπορικές εταιρίες, μας βγάζουν και κάρτα). Είμαστε οι τακτικοί του δρομολογίου. Γνωριζόμαστε, αλλά δε μιλάμε. Συναντιόμαστε με τα μάτια, «α, να κι αυτός εδώ». Αλλά δε μιλάμε. Έχουμε τη ρουτίνα μας. Ο ένας πληκτρολογεί με μανία, ο δεύτερος είναι συνέχεια στο τηλέφωνο, ο τρίτος διαβάζει και σημειώνει, κι ο καλύτερος απλώνεται σε τρία καθίσματα και κουκουλώνεται σαν τον άστεγο.

Είναι και οι άλλοι. Αυτοί ταξιδεύουν για κάποιο εξαιρετικό γεγονός. Για χαρές. Γεννητούρια συχνά. Ψώνια για το καινούργιο σπίτι.
΄Η για λαχτάρες.
Ή για προσκύνημα.
Οι άλλοι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Όμως με το που φτάνουν αρχίζουν να μιλάν. Οι άλλοι έχουν τις ιστορίες τους: «δες με, με τα ρούχα που φορούσα έτρεξα, χωρίς εισιτήριο χωρίς τίποτα, το αυτοκίνητο το έχω αφήσει μες στο δρόμο». Η διπλανή πάει το παιδί στο γιατρό για εξετάσεις. Οι λαχτάρες. Μυρίζονται και συζητάνε σαν παλιές γνώριμες. «Να σου πω εγώ, να ακούσεις...».
Όταν ξεκινάει το αεροπλάνο σταυροκοπιόνται.

Εμείς οι τακτικοί δε σταυροκοπιόμαστε. Μπαίνουμε στο αεροπλάνο όπως μπαίνουμε στο λεωφορείο. Ταξιδεύουμε μηχανικά. Διαπράττουμε την ύβρη του Ίκαρου ανυποψίαστα. «Τι θα πάρετε;» «Έναν καφέ» «Ζάχαρη, γάλα θέλετε;» Μισή ώρα, τρία τέταρτα, βιαστικοί και αφηρημένοι με αυτά που κάνουμε πάντα πριν και αυτά που έχουμε πάντα για μετά. Δεν έχουμε γεγονότα, δεν έχουμε ιστορίες.

Κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να φανταστώ πώς το αεροπλάνο δεν υπάρχει, το κάθισμά μου δεν υπάρχει ότι είμαι μόνο εγώ, σαν τον Ίκαρο –πετώντας με ταχύτητα εδάφους τριακόσια χιλιόμετρα την ώρα σε ύψος είκοσι χιλιάδες πόδια. Αν το πετύχω το ταξείδι θα ξαναγίνει μαγικό.

***
Κυκλικές Διαδρομές. Πρέπει να φεύγεις, μικρά και μεγάλα ταξείδια. Μικροί και μεγάλοι κύκλοι καταλήγουν όμως πάντα εδώ.

μια δανεισμένη παραβολή
Ρώτησα, «μα πώς; εσύ; εσύ δεν έκανες αυτό που ήθελες; εσύ, που ταξείδεψες στην άλλη άκρη του κόσμου;»
Μου απάντησε, «Για χρόνια μ’ είχαν κλεισμένο σ’ έναν αυλόγυρο, και ταξείδευα γύρω γύρω. Ξαφνικά μ’ αρπάζουν και με πετάν στον κόσμο. ‘Τώρα πια μπορείς να πάς όπου θες’ μου λένε ‘Να κάνεις ό,τι θες’. Φοβήθηκα. Το είχα μπουχτίσει βέβαια το γύρω-γύρω, το μαντρότοιχο, το χαλίκι και τα μαραζωμένα λουλούδια στους ντενεκέδες. Μα είναι το μόνο που ξέρω. Δεν ξέρω τίποτα άλλο. Δεν ξέρω να κάνω τίποτα άλλο. Δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω.
Έτσι ταξείδεψα τον κόσμο. Φοβισμένος. Περνάω τον ωκεανό. Περπατάω τις πολιτείες. Σκαρφαλώνω τα βουνά. Φοβισμένος. Κι όπου βρεθώ, στρώνω πάλι την αυλή με χαλίκι, σηκώνω μάντρα, φυτεύω και κανένα λουλουδάκι. Κι αρχίζω πάλι να ταξειδεύω τον αυλόγυρο. Γύρω-γύρω.»